- πιστεύω
- ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. πιστεύγω Ν [πιστός]1. έχω πίστη, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον ή σε κάτι (α. «και λογισμό μη βάνης μπλιο και πίστεψέ μου μένα», Ερωτόκρ.β. «ὅτι οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τῷ θεῷ», ΠΔγ. «κοὐκ ἄλλου σαφῆ σημεῑ' ἰδοῡσα τῷδε πιστεύω λόγῳ», Αισχύλ.)2. δέχομαι, παραδέχομαι κάτι ως αληθές («χαλεπὰ παντὶ ἐξῆς τεκμηρίῳ πιστεῡσαι», Θουκ.)3. εκκλ. τρέφω απέραντη πίστη στον θεό, είμαι πιστός χριστιανός4. φρ. (στην ΠΔ) «πίστευε και μη ερεύνα» — αυτός που αληθινά πιστεύει στον θεό δεν πρέπει να αμφιβάλλει και συνεπώς δεν πρέπει να αισθάνεται την ανάγκη αποδείξεων σχετικά με τα δογματικά ζητήματανεοελλ.1. δέχομαι κάτι σχετικά με κάποιον («τόν πιστεύω ως ικανό να φέρει σε πέρας τη δυσκολότερη αποστολή»)2. έχω τη γνώμη, νομίζω («πιστεύω ότι όλα θα πάνε καλά»)3. (το απρόσ. εν. με άρθρο ουδ.) το Πιστεύωi) εκκλ. το σύμβολο τής πίστηςii) (συν. με άρθρο πληθ. ουδ.) τα πιστεύω(με περιληπτ. σημ.) το σύνολο τών πεποιθήσεων και τών ιδεών ενός ατόμου («είναι σταθερός στα πολιτικά του πιστεύω»)4. παροιμ. φρ. «ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν πιστεύει» — λέγεται για να δηλώσει ότι πρέπει κανείς να έχει προσωπική πείρα ενός πράγματος για να μπορέσει να τό κατανοήσειαρχ.1. παραδέχομαι, συμφωνώ2. (με ή χωρίς απαρμφ.) είμαι πεπεισμένος, βέβαιος ότι κάτι είναι, θα είναι ή υπήρξε3. (με δοτ. και απαρμφ.) έχω πεποίθηση σε κάποιον ότι («πιστεύετε τούτοις ἀληθῆ λέγειν», Λυσ.)4. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον («τῷ ποτέρως παιδὶ φιληθέντι μᾱλλον ἄν τις πιστεύσειεν ἤ χρήματα ἤ τέκνα», Ξεν.)5. (μέσ. και παθ.) πιστεύομαια) θεωρούμαι αξιόπιστος, γίνομαι πιστευτόςβ) έχω αμοιβαία εμπιστοσύνη («ἐπιστεύοντο ἅ ἔλεγον», Δημοσθ.)γ) εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον για την προσωπική μου εξυπηρέτηση6. φρ. α) «πιστεύω δόξαν» — πιστεύω με πεποίθησηβ) «πιστεύω ποιεῑν» — τολμώ να πράξω κάτιγ) «πιστεύομαι τι» — μού εμπιστεύονται κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.